- ἐθελόπονον
- ἐθελόπονοςwilling to workmasc/fem acc sgἐθελόπονοςwilling to workneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθελόπονος — ἐθελόπονος, ον (Α) 1. φιλόπονος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐθελόπονον η ιδιότητα τού εθελόπονου … Dictionary of Greek